- σκοπευτήριο
- το / σκοπευτήριον, ΝΜΑνεοελλ.(αβλ.-στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α. «αθλητικό σκοπευτήριο» β. «στρατιωτικό σκοπευτήριο»)μσν.-αρχ.1. μτφ. α) παρατηρητήριο («σκοπευτήριον ἔχοντες τὴν θεωρητικὴν ψυχήν, ἐκ μετεώρου σκοπεύουσαν ἅπαντα», Κύριλλ.)β) καθρέπτης, κάτοπτρο («περιέθετο κόρωθα φρόνησιν, τὸ τῶν ἀρετῶν σκοπευτήριον», Σύνοδος Κων / πόλεως 681)γ) ο λόφος Σιών τής Ιερουσαλήμ, από όπου μπορούσε να δει κανείς την γύρω περιοχή («πᾱς... οἰκοδομεῑ τὴν Σιών, τουτέστι τὸ ἑαυτοῡ σκοπευτήριον», Κύριλλ.)αρχ.επιδίωξη, στόχος, σκοπός («σκοπευτήριον τῶν περὶ ἀρετῆς πάσης λόγων ἡ τοῡ νοῡ τήρησίς ἐστιν», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπεύω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριο). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.